- λακές
- οπληθ. -έδες (λ. γαλλ.)1. ο υπηρέτης.2. αυτός που συμπεριφέρεται με δουλοπρέπεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λακές — ο 1. υπηρέτης που φορά ειδική στολή 2. μτφ. δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. laquais < ισπ. (a)lacayo «ιπποκόμος, ορντινάντσα»] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ὁμώλακες — ὁμώ̱λακες , ὁμαῦλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc pl (doric) ὁμώ̱λακες , ὁμῶλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
αλιζαρίνη — Οργανική ένωση (ακριβέστερα 1,2 διϋδροξυανθρακινόνη) που αντιστοιχεί στον τύπο C14H8O4 και χρησιμοποιείται στη βαφική. Σχηματίζει κόκκινες λάκες με τα άλατα του αλουμινίου, ιώδεις (μοβ) με τα άλατα του σιδήρου και μαύρες με τα άλατα του χρωμίου.… … Dictionary of Greek
Ερμιτάζ — Κρατικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού της Ρωσίας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αρχικός πυρήνας του ήταν τα έργα τέχνης που συγκέντρωσε η Αικατερίνη B’… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ισοβουτυλική αλκοόλη — Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή … Dictionary of Greek